- προσειπεῖν
- προσεῖπονspeak toaor inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ALLOQUI — proprie de Diis. Plautus Amphitruone Actu 1. sc. 1. Numero mihi in mentem fuit Dîs advenien gratias pro meritts agere, atque alloqui. Graece προσειπεῖν. Eutipides Hercule Fur. Χρόνῳ δ᾿ ἀνελθὼν ἐξ ἀνηλίων μυχῶν, Α῞δου κόρης ἔνερθεν, εσ᾿κ ἀτιμάσω… … Hofmann J. Lexicon universale
εωθινός — ή, ό (ΑΜ ἑωθινός, ὸν) [ἕωθεν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυγή, που γίνεται την αυγή, ο πρωινός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εωθινό α) στρατιωτικό σάλπισμα που παραγγέλλει την πρωινή έγερση τών ανδρών, το εγερτήριο σάλπισμα β) εμβατήριο που… … Dictionary of Greek
παιδίος — παιδίος, ὁ (Α) βαρβαρισμός αντί παιδίον («ἔνιοι δὲ φασι, τὸν μὲν προφήτην ἑλληνιστὶ βουλόμενον προσειπεῑν [τὸν Ἀλέξανδρον] μετά τινος φιλοφροσύνης... είπεῑν, ὦ παιδίος, ἀντὶ τοῡ νῡ τῷ σῑγμα χρησάμενον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
πολυειδία — και πολυείδεια, ἡ, Α [πολυειδής] ποικιλία, πολυμορφία («διὰ πολυειδίαν ἑνὶ οὐκ ἔσχομεν ὀνόματι προσειπεῖν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
ԱՌԱՍԵՄ — (ասացի.) NBH 1 0292 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c ն. προσαγορεύω, προσέπω, προσειπεῖν Կոչել. յորջորջել. անուանել. ասել. *Հերձուածողս առասես զնոսա (զսուրբ հարս), եւ ոչ զանգիտես. Յհ. իմ. երեւ.: *Յերկբայս գոմ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)